- προγόνιος
- προγόν-ιος, α, ον,A showing ancestry,
στέμμα IG22.1357.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέμμα IG22.1357.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προγόνιος — ία, ον, Α [πρόγονος] αυτός που αναφέρει την καταγωγή του, το γενεαλογικό του δέντρο … Dictionary of Greek
προγόνια — προγόνιος showing ancestry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υρράδιος — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «προγονίος ἢ ἄδοξος» β) ως κύριο όν. ὁ Ὑρράδιος ο γιος τού Ὕρρα, δηλαδή ο Πιττακός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το όν. Ὑρράδιος] … Dictionary of Greek